μποξάς

μποξάς
ο
1. τετράγωνο ύφασμα για περιτύλιξη ρούχων ή επικάλυψη διαφόρων αντικειμένων
2. σάλι, εσάρπα
3. δέμα ρούχων, μπόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bohca].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μποξάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. κομμάτι υφάσματος με το οποίο περιτυλίγουν πράγματα, δέμα ρούχων: Φόρτωσαν τους μποξάδες στο φορτηγό. 2. γυναικείο μάλλινο σάλι: Ζητιάνευε στο κρύο τυλιγμένη με το μποξά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο Ένωσης Πεζών (Κρήτης) — Το μουσείο της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Πεζών του νομού Ηρακλείου, η οποία ιδρύθηκε το 1933, λειτουργεί στο παλαιό εμφιαλωτήριο που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Πεζά και Καλλονή. Η συλλογή του αποτελείται από τρεις ενότητες εκθεμάτων από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”